αφίλητος

αφίλητος
η , ο [ος, ον] нецеловавшийся; нецелованный;

αφίλητη την πήρε ο χάρος — она умерла молодой девушкой;

χωριστήκαμε αφίλητοι — мы расстались не поцеловавшись


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αφίλητος" в других словарях:

  • ἀφίλητος — unloved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφίλητος — η, ο (Α ἀφίλητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον φίλησαν 2. (για γυναίκα) ανέραστη, αγνή αρχ. εκείνος τον οποίο δεν αγαπούν …   Dictionary of Greek

  • αφίλητος — η, ο αυτός που δε φιλήθηκε, αγνός: Ήταν κορίτσι αφίλητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφίλητον — ἀφίλητος unloved masc/fem acc sg ἀφίλητος unloved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλήτων — ἀφίλητος unloved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»